- σφραγιστικός
- -ή, -όαυτός που χρησιμοποιείται για σφράγισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφραγιστικός — ή, ό / σφραγιστικός, ή, όν, ΝΑ [σφραγίζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφράγιση («σφραγιστικός κηρός» το βουλλοκέρι) νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η σφραγιστική α) η σφραγιδογραφία β) κλάδος τής ιστορικής επιστήμης … Dictionary of Greek